φιλοίκτιστος

φιλοίκτιστος
φῐλ-οίκτιστος, ον,
A = φιλοικτίρμων, κάρτα τοι φιλοίκτιστον γυνή S.Aj.580.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλοίκτιστος — ον, Α (ποιητ. τ.) φίλοικτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἴκτιστος «πάρα πολύ αξιοθρήνητος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλοίκτιστον — φιλοίκτιστος masc/fem acc sg φιλοίκτιστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”